- υπηρετομεσίτης
- ο, θηλ. υπηρετομεσίτρια, Νάτομο που μεσολαβεί για την εύρεση υπηρετών και υπηρετριών με αμοιβή, με προμήθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπηρέτης + μεσίτης. Το αρσ., στον λόγιο τ. τού πληθ. ὑπηρετομεσῖται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς, ενώ το θηλ. από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.